Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

Με αφορμή τη Βίλα Αμαλίας και το κτίριο Σκαραμαγκά.

Της Έλενας Πατρικίου

Το αντιεξουσιαστικό Beaubourg και άλλες πολιτι(στι)κές κουταμάρες

«Είναι χώροι οι οποίοι γίνονται μαθήματα, γίνονται προβολές, είναι πραγματικά πολιτιστικά κέντρα και μπορώ να καταλάβω την αντίδρασή τους γιατί είναι συντηρητικοί, είναι το μυαλό τους στην εμπορευματοποίηση και δεν μπορούν να καταλάβουν τί συμβαίνει μ’ αυτά…»
(Βαγγέλης Διαμαντόπουλος,
βουλευτής Καστοριάς του ΣΥΡΙΖΑ,
για την Βίλλα Αμαλίας)
«Ήταν ιδιαίτερα απαράδεκτο σε σχέση με την μνήμη της Μαρίας Κάλλας αλλά αποτελούσε και αποτελεί προσβολή στο ελληνικό πολιτιστικό πρότυπο»
(Νίκος Δένδιας, Βουλευτής Κέρκυρας της Ν.Δ.,
υπουργός Δημόσιας Τάξης,
για την κατάληψη Σκαραμαγκά)
Την περασμένη εβδομάδα σχολιάσαμε την δεύτερη των ανωτέρω δηλώσεων, αφού προηγουμένως χαρακτηρίσαμε και τις δύο «κενές, γιατί παραπέμπουν σε ιδεολογικές κατασκευές, προσπαθούν να ερεθίσουν συναισθηματικά το
κοινό τους επικαλούμενες φαντασιακές καταγωγικές αναφορές και παραβιάζουν κατάφωρα την αλήθεια», το ψεύδος δε της δεύτερης ευκολότερα ελεγχόμενο «διότι δεν μας πονάει».
Ας πάμε λοιπόν στα οδυνηρά, δηλαδή στην δήλωση του συντρόφου βουλευτή.
Προφανώς ο σύντροφος βουλευτής θεωρεί θεμελιώδες στοιχείο υπεράσπισης των υπό κατάληψη χώρων τον «πολιτιστικό» τους χαρακτήρα. Και δη τον «πολιτιστικό» τους χαρακτήρα υπό την εντελώς στενή έννοια: όχι το γεγονός ότι, ενδεχομένως, οι χώροι αυτοί ανέπτυσσαν ένα σύνολο δραστηριοτήτων οι οποίες, ενδεχομένως, είχαν ποιοτικά χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να προσδιοριστούν ως «πολιτισμικά», αλλά το γεγονός ότι ανέπτυσσαν, κατά τον σύντροφο βουλευτή, δραστηριότητες διάχυσης, διάδοσης, κατανόησης και προσέγγισης των καλλιτεχνικών γεγονότων, χάρη στις οποίες μπορούν, οπωσδήποτε, να διεκδικήσουν την ιδιότητα του πολιτιστικού κέντρου.
Εάν ο σύντροφος βουλευτής έχει δίκιο τότε δικαίως καταρρίπτει την ειρωνεία του τίτλου αυτού του σημειώματος – οι καταλήψεις ήταν όντως «αντεξουσιαστικά Beaubourg», και μάλιστα άκρως οικονομικότερα, αφού με πενιχρά μέσα (και δεν εννοώ μόνον τον ταπεινό υλικοτεχνικό εξοπλισμό και τις ανύπαρκτες αμοιβές) επέτυχαν στόχους πολύ πιο φιλόδοξους από αυτούς που θέτουν στον εαυτό τους τα μεγάλα πολιτιστικά κέντρα των Βαβυλώνων του καπιταλισμού.
Εάν τα μεν, ξοδεύοντας εκατομμύρια, εκπληρώνουν μίζερους μεσοπρόθεσμους παιδαγωγικούς στόχους του είδους «προώθηση και ανάπτυξη της τέχνης» ή «διεύρυνση της επαφής της τέχνης με το κοινό», τα δε, ξοδεύοντας αποκλειστικά και μόνο ανθρώπινη ενέργεια, θα πετύχουν λίαν συντόμως, σύμφωνα πάντα με τον σύντροφο βουλευτή, τη μετακομιδή του φαύλου κοινοβουλευτισμού στο σκουπιδαριό της ιστορίας (όπου προφανώς θα συναντηθεί με το ξύλινο υνί, το κράτος και άλλα άχρηστα αντικείμενα λαογραφικού ενδιαφέροντος).
Αυτήν την τεράστια επαναστατική επιτυχία οι καταλήψεις-«πολιτιστικά κέντρα» την πέτυχαν κάνοντας μαθήματα (κατά τα πρότυπα της ΧΑΝ!) σε αντιεξουσιαστές και μη ρέκτες της χαρτοκοπτικής, της ικεμπάνα ή του σύγχρονου χορού, οργανώνοντας προβολές ταινιών, και, για να συμπληρώσουμε τον αμήχανο ημιτελή κατάλογο δραστηριοτήτων που παρουσίασε ο σύντροφος βουλευτής, φιλοξενώντας μέτριες παραστάσεις ημιερασιτεχνικών ομάδων και ακόμα μετριότερες (με αμιγώς αισθητικά κριτήρια) συναυλίες βάναυσων «αυτοοργανωμένων» ήχων.
Το ακόμα πιο «προχωρημένο» επιχείρημα του συντρόφου βουλευτή ήταν το περί «εμπορευματοποίησης». Διότι φαίνεται πως δεν βρισκόμαστε πλέον στην εποχή κατά την οποία οι αριστεροί (βουλευτές και καλλιτέχνες, από σοσιαλδημοκρατίας έως αναρχοσυνδικαλισμού) διατράνωναν την ποιοτική διαφορά την τέχνης και του πολιτισμού τους στηριγμένοι στην ουσία της αισθητικής, ου μην αλλά και διανοητικής πρωτοπορίας, δηλαδή βασιζόμενοι στον αβανγκαρντισμό της μορφής και την προοδευτικότητα του περιεχομένου.
Αντιθέτως, βρισκόμαστε σε μία θλιβερή εποχή, κατά την οποία αυτό που διαφοροποιεί τον «δικό μας» πολιτισμό από τον «συντηρητικό» είναι απλώς η τιμή του εισιτηρίου. Εμείς (οι όποιοι «εμείς») δίνουμε την τέχνη δωρεάν – κάθε τέχνη τουρλού, καλή, κακή, λαϊκή, λογία, ακαδημαϊκή, πρωτοποριακή,…- κατά το ευαγγελικό «δωρεάν λάβατε, δωρεάν δότε» και από τον άμβωνα της τζάμπα γενναιοδωρίας μας εγκαλούμε τους μεν συντηρητικούς επί εμπορευματοποιήσει της τέχνης, τους δε υπολοίπους εις ζωήν του μέλλοντος της αμέσου δημοκρατίας, αμήν.
Εν κατακλείδι, αν ο Σιόρ Δένδιας επικαλείται τεχνηέντως, χαϊδεύοντας τα αυτιά του κοινού του με φαντασιακές και ιδεολογικές αναγωγές σε ένα «κοινό» πολιτιστικό παρελθόν, την Μαρία Κάλλας φυτρώνοντάς την εκεί που δεν την έσπειρε κανείς, ο σύντροφος βουλευτής προσπαθεί, ακριβώς για τους ίδιους λόγους, να παρουσιάσει ως φυτώρια πολιτιστικών κέντρων χώρους των οποίων ο στόχος και η δράση ήταν (με μονομανία μονοκαλλιέργειας) αμιγώς πολιτικοί. Οι καταλήψεις, ευτυχώς γι αυτές, θα κριθούν από την πολιτική τους δράση, τους πολιτικούς τους στόχους και τα πολιτικά τους αποτελέσματα.
Τα μαθήματα, οι προβολές ταινιών και τα άλλα παραφερνάλια της «αριστερής κουλτούρας» δεν αποτελούν ούτε επιχείρημα ούτε κριτήριο αξιολόγησης. Και η επίκλησή τους είναι ολοφάνερα και θλιβερά προσχηματική. Αλλά ο Παρθενώνας και η Ορέστεια δεν ήταν προσχήματα (ούτε και διανοήθηκε κανένας Περικλής να τα χρησιμοποιήσει, έξω από τα όρια της απαστράπτουσας ρητορείας του Επιτάφιου) ως προσχηματικές δικαιολογήσεις της (άμεσης;) δημοκρατίας. Και αμφιβάλλω σοβαρά αν ο Ντουρούττι θα έβρισκε του γούστου του την αισθητική της Γκουέρνικα.

Το πρώτο μέρος απο το προηγούμενο φύλλο (12-1-13)

Περί πολιτιστικών προσχημάτων

Υποβαλλόμενες σε στοιχειώδη λογικό και, κυρίως, «πολιτιστικό» έλεγχο, οι δύο αντιπαρατιθέμενες δηλώσεις αποδεικνύονται εξίσου κενές. Γιατί και οι δύο παραπέμπουν σε ιδεολογικές κατασκευές, προσπαθούν να ερεθίσουν συναισθηματικά το κοινό τους επικαλούμενες φαντασιακές καταγωγικές αναφορές, και παραβιάζουν κατάφωρα την αλήθεια.
Ο έλεγχος της δεύτερης είναι εύκολος, διότι δεν μας πονάει το ψεύδος της. Η πολυκατοικία Παπαλεονάρδου στέγασε προπολεμικά την οικογένεια Καλογεροπούλου, αυτό βεβαίως δεν την καθιστά «σπίτι της Μαρίας Κάλλας». Το από δεκαετίες εγκαταλελειμμένο κτίριο δεν έχει στοιχειωθεί από το Φάντασμα της Όπερας, αλλά από το φάσμα της μελλοντικής κατεδάφισης και αξιοποίησης.
Όποια δυτικότροπη και μεγαλοπιασμένη επτανησιακή φαντασίωση κι αν επικαλεστεί ο κύριος Δένδιας, εκ της κερκυραϊκής καταγωγής του ορμώμενος και εκ της ιταλικής μελοδραματικής επίδρασης εμφορούμενος, δεν μπορεί να αλλάξει την ιστορική και πολιτιστική νεοελληνική πραγματικότητα. Το οθωνικό κρατίδιο ξόδεψε περισσότερα για την μετάκληση ιταλικών θιάσων όπερας απ’ ό,τι για την αγροτική οικονομία και το μεταπολιτευτικό κράτος λειτούργησε ως γενναιόδωρος Μαικήνας χρηματοδοτώντας δαψιλώς τα οπερετικά οράματα του λαμπρακικού Μεγάρου - η θλιβερή αλήθεια όμως είναι πως η μουσική, είτε στην δυτικότροπη είτε στην καθ’ ημάς ανατολίζουσα εκδοχή της, είτε ως ζακυνθινή καντάδα είτε ως λαγγεμένος σμυρνιώτικος αμανές, είτε ως επική ηπειρώτικη πολυφωνία είτε ως λυρική κερκυραϊκή μονωδία, υπήρξε τόσο παραμελημένη από την επίσημη πολιτεία όσο και όλες οι άλλες τέχνες. Εξού η βιαστική και οριστική αναχώρηση της Μαρίας Κάλλας από τα πάτρια εδάφη, εξού η αναγκαστική εξορία του Δημήτρη Μητρόπουλου, εξού η μίζερη και θλιβερή εν Αθήναις ζωή του Νίκου Σκαλκώτα, εξού η μαύρη πέτρα που έριξαν πίσω τους πλήθος λυρικών καλλιτεχνών με λαμπρές ή λιγότερο λαμπρές, αδιάφορο, εν Εσπερία σταδιοδρομίες.
Η κατάληψη του κτιρίου Σκαραμαγκά δεν προσβάλλει επομένως τη μνήμη της Μαρίας Κάλλας, τουλάχιστον όχι τόσο όσο την προσβάλλει η παραδοσιακή και πάγια στάση της ελληνικής πολιτείας και των δεξιών και κεντροδεξιών κυβερνήσεών της. Αλλά πόσο κομψή ακούγεται στα αυτιά του κοινού που προσπαθεί να χαϊδέψει ο Σιόρ Δένδιας η επίκληση του κομψού και μελίρρυτου ονόματος της τραγικής Ντίβας των πολλών οκτάβων και των πολυεκατομυριούχων θαυμαστών.
Η κατάληψη όμως, με τα παρεπόμενα καδρόνια, μπουκάλια (τα γκαζάκια πού χάθηκαν;) και όλη την εργαστηριακή εξάσκηση στην «ανομία», προσβάλλει κατάφωρα το «ελληνικό πολιτιστικό πρότυπο». Το πολιτιστικό πρότυπο της αντιπαροχής, της ρεμούλας και της εργολαβίας, της εγκατάλειψης των μνημείων και της προσφυγής στη μπουλντόζα της αξιοποίησης και της σπέκουλας. Ο Σιόρ Νιόνιος της Προστασίας του Πολίτη προσπαθεί να επικαλεστεί έναν πολιτισμό που, από την εποχή της πολιτικής μετεμφυλιακής νομιμοποίησης του ενδόξου μαυραγοριτισμού, δεν είναι απλώς έωλος, είναι κυρίως κατάπτυστος. Με αφορμή τη Βίλα Αμαλίας, θα μπορούσε να θυμηθεί, δια του Ιωάννου Ράλλη και των κατοχικών σχέσεών του με την Ελένη Παπαδάκη, και την προσβολή της μνήμης της υπό των κομμουνιστών σφαγιασθείσης τραγωδού. Αλλά το πολιτιστικό του πρότυπο δεν πάει καν λίγο πιο μακριά από τα όσα θυμούνται και χαίρονται τα δελτία των 8:30. Ας αφήσει λοιπόν τον μακαριστό παπαδοπουλικό, ου μην αλλά και πρωτοκαραμανλικό (και κανελλοπουλικό και τσατσικό…) ελληνικό πολιτισμό στην διαρπαγή και την λεηλασία των εργολάβων και στους τσιριχτούς πομφόλυγες του Γεωργιάδη. Οι πολιτικές επιλογές δεν χρειάζονται πάντα πολιτιστικά προσχήματα (όπως θα πρέπει, στην επόμενη συνέχεια αυτού του άρθρου να εξηγήσουμε και στον σύντροφο Διαμαντόπουλο).
ΠΗΓΗ: Δρόμος της αριστεράς

Δεν υπάρχουν σχόλια: