Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012

Οι «Πρωταγωνιστές» της Χρυσής Αυγής – Του Σπύρου Παπαδόπουλου (Το Βυτίο)

tags: , , ,
«Κύματα και ακτινοβολία. Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το μέσο είναι μια πρωταρχική δύναμη στο (…) σπίτι. Είναι σφραγισμένο, άχρονο, αυτάρκες ανακυκλούμενο. Είναι σαν μύθος που γεννιέται στη μέση του λίβινγκ ρουμ».
Ντον Ντελίλο – Λευκός Θόρυβος
Συγκέντρωση της Χ.Α στην Αθήνα – Photo: Πρακτορείο Phasma ©
Ο πιο διαδεδομένος μύθος λοιπόν, η τηλεόραση, τοποθετημένος συνήθως, στο κέντρο του σαλονιού
απέναντι απ’ τον καναπέ, ανέλαβε να παίξει τον πιο δύσκολο ρόλο, αυτές τις τελευταίες εβδομάδες. Να επαναπροσδιορίσει, να επανακαθορίσει και τελικά να παρουσιάσει μια νέα εκδοχή της Χρυσής Αυγής, που στις τελευταίες εκλογές θριάμβευσε.
Πριν δύο χρόνια, ο Παντελής Μπουκάλας είχε χαρακτηρίσει «τηλεοπτική λεύκανση» την αντιμετώπιση του ΛΑΟΣ απ’ τα ΜΜΕ. Έγραφε χαρακτηριστικά ο δημοσιογράφος στην Καθημερινή:
«κατασκευάστηκε και διακινείται προς μαζική κατανάλωση ένα είδωλο του ΛΑΟΣ, όπου το κόμμα αυτό εμφανίζεται σαν μια παρέα ιδεολογικώς άοσμων, άρα ακίνδυνων ατακαδόρων, και όχι σαν ένα αγρίως λαϊκιστικό κόμμα στις τάξεις του οποίου περιλαμβάνονται χουντόφιλοι, βασιλόφρονες, εβραιοφάγοι, κυνηγοί μεταναστών, νοσταλγοί του χιτλερισμού, που θεωρούν το Ολοκαύτωμα «σιωνιστικό ψεύδος» καθώς και κατά φαντασίαν απελευθερωτές της Πόλης, που όπου να ’ναι θα την ανακτήσουμε και θα υποχρεώσουμε τους Τούρκους να πληρώσουν νοίκι»
Την ιστορία υποχρεωνόμαστε να ξαναζήσουμε τώρα, και μάλιστα με τον πιο άκομψο τρόπο. Το αρχικό, μάλλον επιφανειακό, σοκ για τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής, έδωσε γρήγορα τη θέση του σε μια σειρά από συνεντεύξεις, απόπειρες να γνωρίσουμε το λόγο και τα πρόσωπα του κόμματος.

Ρούχα μαζί που πλύθηκαν και έχουν γίνει ροζ

Η εκπομπή έμοιαζε να αποτελεί τη φυσική συνέχεια ανάλογης παλιότερης, με καλεσμένους τον Γ. Ψαριανό, την Α. Διαμαντοπούλου και τον Μ. Βορίδη. Τότε, αφού είχε παρουσιαστεί η γνωστή φωτογραφία του Μ. Βορίδη με το τσεκούρι, με ένα μάλλον ανάλαφρο και φιλικό στιλ, είχε χρησιμοποιηθεί ο όρος «ακτιβιστής της δεξιάς». Στη συνέχεια υπέρ του «μετριοπαθούς» και «συμπαθούς» κύριου Μ. Βορίδη είχε μιλήσει και ο Γ. Ψαριανός. Ο Σταύρος Θεοδωράκης, καλώντας στην ίδια εκείνη εκπομπή, ως ένα είδος αντίβαρου στον Μ. Βορίδη, τον Γ. Ψαριανό, είχε προβεί σε μία εξόχως συμβολική επιλογή. Ο Γ. Ψαριανός με την παρουσία του και τον λόγο του, τραβούσε μια γραμμή και στην ουσία έθετε το όριο, ως εκεί που πάει ο αριστερός λόγος. Από εκεί και πέρα είναι τα άκρα. Η ατμόσφαιρα της εκπομπής, φιλική, χαλαρή, άνετη, συνέτεινε στο ίδιο περίπου συμπέρασμα. Μιλάνε οι μετριοπαθείς, οι συνετοί, οι σχεδόν κεντρώοι. Οι διαφορές είναι λίγες, είναι ελάχιστες, αφού και οι δύο τη λογική υπερασπίζονται. Σε ένα άρθρο του, την ίδια περίοδο, ο Ν. Μπίστης (της ΔΗΜΑΡ κι αυτός), είχε γράψει ότι ο Μ. Βορίδης έχει ως όπλο του την κοινή λογική. Για κάποιες απόψεις του βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας πια, σχετικά με τους μετανάστες, είχε μάλιστα σημειώσει ο Ν. Μπίστης: «ας μην είμαστε πλεονέκτες». Η φωτογραφία του Μ. Βορίδη με το τσεκούρι ήταν απλά ένα τεκμήριο νεανικού πάθους, ένα ενθύμιο άμυνας ενός ακτιβιστή της δεξιάς.
Η πρόσφατη εκπομπή του Σ. Θεοδωράκη, αφιερωμένη στη Χρυσή Αυγή, είχε ακριβώς την ίδια προσέγγιση. Αρχικά, παρακολουθήσαμε τους κυρίους Μάρκαρη και Σαββόπουλο να ερμηνεύουν την άνοδο του κόμματος. Ο γνωστός λόγος που ανακαλύπτει τις ρίζες 440.000 ψήφων, σε γιαούρτια, μούντζες και τις γενικεύσεις περί κακών πολιτικών. Οι δύο διανοούμενοι έδειξαν ότι δεν έχουν καταλάβει τη διαφορά μεταξύ της κοινωνικής εξαθλίωσης (ή της απειλής της) που προκαλεί την (οπωσδήποτε πολλές φορές βίαιη) αγανάκτηση του κόσμου και της ουσίας του λόγου της Χρυσής Αυγής. Αν παρατηρούσαν προσεκτικά τη συνέντευξη του Ν. Μιχαλολιάκου που ακολούθησε, ίσως να αντιλαμβάνονταν ότι αν θέλουν σώνει και καλά να αναζητήσουν ρίζες και συγγένειες με τη Χρυσή Αυγή, καλύτερα θα ήταν να τις έψαχναν στον κυρίαρχο λόγο περί στρατοπέδων συγκέντρωσης και υγειονομικής βόμβας και όχι στους αγανακτισμένους της πλατείας Συντάγματος. Όσο βέβαια δεν μας διαφώτισαν ο συγγραφέας και ο τραγουδοποιός, άλλο τόσο δεν μας βοήθησε ο δημοσιογράφος, αμέσως μετά.
Απ’ τα πρώτα κιόλας πλάνα, παρατηρήσαμε ότι ο Σταύρος Θεοδωράκης χρησιμοποιούσε κούπα με το λογότυπο της Χρυσής Αυγής. Η κίνηση αυτή, μικρή και ελάχιστη αλλά συμβολική. Δεν θα έπινες από μια κούπα που θα είχε σκιτσαρισμένη τη σβάστιγκα ή την είσοδο του Νταχάου. Δεν θα έπινες από μια κούπα που απεικονίζει το λογότυπο μιας ακραίας, εγκληματικής οργάνωσης. Το ότι πίνεις συνεπώς αποτελεί μια δήλωση. Αλλά και στο επίπεδο της δεοντολογίας, υποψιάζομαι ότι δεν θα έπαιρνε κάποιος συνέντευξη απ’ τον Αντώνη Σαμαρά, πίνοντας καφέ από ένα ποτήρι με το σήμα της Νέας Δημοκρατίας.
Στη συνέχεια, η συνέντευξη κύλησε όπως συνήθως κυλάνε οι «Πρωταγωνιστές». Χαλαρό, φιλικό κλίμα, ήρεμες απαντήσεις, σχόλια για φίλους κομμουνιστές και αγάπη για τους κολασμένους ποιητές. Χαλαρη αντιμετώπιση και για το γνωστό περιστατικό με το «εγέρθητι» στην πρώτη συνέντευξη τύπου μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των εκλογών. Δεν έχει σημασία να πιάσουμε κάθε ερώτηση ξεχωριστά για να επισημάνουμε αν ο δημοσιογράφος πίεσε λίγο ή πολύ τον συνεντευξιαζόμενο. Δεν έχει σημασία να εξετάσουμε αν ο δημοσιογράφος θα μπορούσε να παρουσιάσει μερικά απ’ τα γνωστά στοιχεία και ντοκουμέντα, ώστε να απαντήσει σε συγκεκριμένες θέσεις του προέδρου της Χρυσής Αυγής (π.χ. για τη στάση της αστυνομίας απέναντί τους).
Το ζήτημα είναι συνολικότερο και συνοψίζεται στην ερώτηση που έκανε ο Στ. Θεοδωράκης στον Π. Μάρκαρη. «Αν πατούσα ένα κουμπί και εξαφάνιζα τη Χρυσή Αυγή, θα εξαφανιζόταν η βία;» «Όχι» απάντησε ο συγγραφέας. Προφανώς σωστή η απάντηση, ταυτόχρονα όμως είναι και παραπλανητική. Το πρόβλημα εντοπίζεται στα συμφραζόμενα. Παρουσιάζουμε την Χρυσή Αυγή, επιλέγουμε ένα τρόπο παρουσίασης που μοιάζει περισσότερο με συζήτηση παρά με συνέντευξη, συνομιλούμε με διανοούμενους που τονίζουν ότι η βία δεν θα εξαλειφόταν αν δεν υπήρχε η Χρυσή Αυγή. Το κοινό παίρνει το μήνυμα. Η Χρυσή Αυγή δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ακόμη ένα σύμπτωμα της εποχής της ανομίας και του λαϊκισμού. Ανάλογο της μούντζας και του «να καεί να καεί το μπουρδέλο η Βουλή». Ανάλογο ενός γιαουρτιού ή μιας διακοπής κάποιας θεατρικής παράστασης. Δεν υπάρχει ποιοτική διαφορά, δεν υπάρχει ιδεολογικό υπόβαθρο. Μόνο μια γενική διολίσθηση της ελληνικής κοινωνίας προς τον ανορθολογισμό και την ερμηνεία του κόσμου με βάση το θυμικό.

Η ακραία λογική του νέου «αυτονόητου»

Αυτό που υπαινίσσομαι, είναι ότι η χαλαρότητα με την οποία αντιμετωπίζεται το ποσοστό της Χρυσής Αυγής, είναι ένα πρόβλημα το οποίο πιθανότατα θα χρειαστεί σύντομα να αντιμετωπίσουμε. Ίσως θα είμαι υπερβολικός αν υπενθυμίσω ότι το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα από το 1928 στο 1932 αύξησε τα ποσοστά του από το 2,6% στο 37,27%. Ίσως θα κινδυνολογήσω, αν σημειώσω ότι όταν ο κυρίαρχος λόγος των δύο (μέχρι πρόσφατα) μεγάλων κομμάτων και των τηλεοπτικών πάνελ, αποχρωματίζει και απενοχοποιεί έννοιες όπως τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή πρακτικές όπως οι «επιχειρήσεις σκούπα», αυτό που χτες έμοιαζε ακραίο, αύριο θα είναι «αυτονόητο».
Ίσως να είναι ακόμη άκαιρο, αν επιστρέψω στον Βασίλη Ραφαηλίδη και την «Ιστορία (κωμικοτραγική) του Νεοελληνικού κράτους»:
«Ο φασισμός δεν αγαπά το μεγάλο κεφάλαιο (εκτός από το πάρα πολύ μεγάλο που τον γεννάει) και λατρεύει το μικρομεσαίο. Ο φασισμός είναι κοινωνικό καθεστώς σπέσιαλ για μικροαστούς. (…) Και δεδομένου ότι στη λεγόμενη αστική κοινωνία δεν κυριαρχούν οι αστοί αλλά οι μικροαστοί, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς την απήχηση που είχαν στο λαό τα φασιστικά καθεστώτα. Άλλωστε, οι στολές, οι παρελάσεις, οι λαμπαδηδρομίες, τα κολοσσιαία θεάματα αρένας, τα συνθήματα, το προγονικό μεγαλείο απ’ το οποίο ο χάλιας μικροαστός αντλεί δύναμη για να υποφέρει την ασημαντότητά του, όλα αυτά τα εκμεταλλεύτηκαν τέλεια όλοι οι φασίστες δικτάτορες. (…) Ο χάλιας μικροαστός πάντα έχει ανάγκη από έναν σούπερ πατέρα του έθνους, που να τον προστατεύει απ’ τους παμφάγους καπιταλιστές, αλλά και από τους κομμουνιστές που απειλούν το όνειρό του για ένα πέρασμα στην “ανώτερη τάξη”».
ΠΗΓΗ: Περιοδικό ΜΟΝΟ#9 

Δεν υπάρχουν σχόλια: