Τρίτη 3 Ιουλίου 2012

Και η Ευρώπη, κύριε; Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου

Η Ευρωζώνη δεν μπορεί να απαλλαγεί από τη γερμανική «κατάρα» της
Η νέα αρχιτεκτονική της νομισματικής ένωσης αποτελεί αντικείμενο μιας ακόμη μακράς και χαοτικής αναδιαπραγμάτευσης με πολλούς εκτός Ευρώπης παίκτες, με τη Γερμανία καταλύτη και με την Ελλάδα «άγνωστο Χ»
 Ο τίτλος παραπέμπει στη γνωστή προεκλογική διαφήμιση της Ν.Δ. που, μεταξύ άλλων, αποτέλεσε αντικείμενο πολλών αστείων παραλλαγών. Σε μια από αυτές -αναρτημένη στο YouTube- ο δάσκαλος εξηγεί στα παιδιά ότι «η Ντόρα, ο Βενιζέλος, ο Κουβέλης και ο Τσίπρας είναι πολιτικοί αρχηγοί» και το κοριτσάκι με το βαθύτατα θλιμμένο ύφος του ρωτάει: «Και ο Αντώνης, κύριε; Γιατί;» Αυτή παραλλαγή της διαφήμισης βρήκε μια σατανική εκπλήρωση στην απουσία Σαμαρά από την πρώτη ευρωπαϊκή Σύνοδο της πρωθυπουργικής του καριέρας. Έστω κι αν προέκυψε για ιατρικούς λόγους,
ίσως προδίδει αρκετά για την τύχη της επαναδιαπραγμάτευσης του Μνημονίου σε μια διαδικασία που αποκλείεται να είναι σύντομη, εύκολη και προπαντός ουσιαστική. Άλλωστε, οι Ευρωπαίοι εταίροι έχουν να συζητήσουν πολύ σημαντικότερα πράγματα για αρκετούς μήνες μέχρι να καταλήξουν στην περίφημη «συνολική λύση για την ευρωζώνη». Η οποία δεν είναι σαφές ακόμη αν, σε ποιο βαθμό και υπό ποιους όρους θα περιλαμβάνει και την Ελλάδα.
Η «γραμμή» του G20
Η τελευταία σύνοδος των 27 (σ.σ. την ώρα που γράφονται αυτές γραμμές είναι άγνωστη η έκβασή της) είναι η αφετηρία μιας μακράς διαπραγμάτευσης που θα έχει όλα τα γνώριμα στοιχεία κάθε ευρωπαϊκής «μεταρρύθμισης»: θεσμικό χάος, εθνικούς ανταγωνισμούς, πόλεμο δηλώσεων, πολιτικές αβεβαιότητες. Το καινούργιο στοιχείο, πάντως, είναι ότι η διαπραγμάτευση δεν αφορά μόνο τους 27 -ίσως αφορά λιγότερο αυτούς- αλλά τους ισχυρούς της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας που αντιμετωπίζουν το ευρώ ως τη «μαύρη τρύπα» της. Η σύνοδος του G20 στο Μεξικό, όπου εκπροσωπούνται οι «ηγεμόνες» της Ευρωζώνης, οι ΗΠΑ, η Κίνα, η Ρωσία, οι αναπτυσσόμενες χώρες και ζωτικοί χρηματοδότες του ΔΝΤ πλέον, έδωσε τη «γραμμή» για την κατεύθυνση της λύσης στην Ευρωζώνη: χαλάρωση (αλλά όχι κατάργηση) των πιέσεων στις μνημονιακές χώρες, ενιαία εποπτεία τραπεζικού συστήματος, ανάπτυξη με λιγότερες δόσεις λιτότητας. Το πρόβλημα των εκτός Ευρωζώνης χωρών του καπιταλιστικού σύμπαντος είναι σαφές: δεν θα επιτρέψουν στην Ευρωζώνη να γίνει «κερκόπορτα» για επιστροφή μιας κατάρρευσης τύπου Lehman Brothers, ούτε να υποσκάψει την ισχνή τους ανάπτυξη. Και, επιπλέον, δεν μπορούν επ’ αόριστον να βάζουν το χέρι στην τσέπη για να χρηματοδοτούν το ταμείο διάσωσης του ΔΝΤ. Ιδιαίτερα ο Ομπάμα, που έτσι κι αλλιώς έχει «απαγορευτικό» λόγω ρεπουμπλικανικής υπεροπλίας σε Βουλή και Κογκρέσο και, φυσικά, λόγω μιας αβέβαιης εκλογικής αναμέτρησης τον προσεχή Οκτώβριο για μια δεύτερη θητεία στον Λευκό Οίκο.
 Αλλά, και εντός Ε.Ε. και Ευρωζώνης τα κριτήρια διαπραγμάτευσης των επιμέρους παικτών δεν είναι τόσο προφανή όσο φαίνονται. Στην παρούσα φάση το προφανές είναι κυρίως μια διαφορά αντίληψης του Γάλλου προέδρου Φρανσουά Ολάντ με τη Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ για τη νέα συνταγή διάσωσης της Ευρωζώνης, με τον πρώτο να αποτελεί – υποτίθεται- εκπρόσωπο ενός νέου άξονα με την ιταλική, την ισπανική ηγεσία και τον Ντράγκι που θέλει ενεργό ρόλο της ΕΚΤ και των ταμείων διάσωσης στη διαχείριση και του κρατικού και του τραπεζικού χρέους και από την άλλη τη Μέρκελ να εμφανίζεται σταυροφόρος μιας επιτάχυνσης στην πολιτική ενοποίηση της Ευρωζώνης. Είναι όμως έτσι;
Deutschland uber alles
"Η γερμανική στάση απέναντι στην αναδιαμόρφωση της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής υπαγορεύεται όχι μόνο από κάποιου είδους καλβινιστική εμμονή στη δημοσιονομική πειθαρχία, αλλά και από εντελώς ιδιοτελείς, μικροκομματικές αγωνίες που σχετίζονται με την εκλογική δοκιμασία Μέρκελ και χριστιανοδημοκρατών το 2013."
Υπάρχει μια αρκετά διδακτική πρόσφατη ιστορία για το τι σημαίνει διαπραγμάτευση στη –«γερμανική» προς το παρόν- Ευρώπη. Μια εβδομάδα πριν τη θερινή σύνοδο της Ε.Ε., η μίνι σύνοδος στη Ρώμη –με Μέρκελ, Ολάντ, Μόντι και Ραχόι- συνέχισε την παράδοση των θεσμικών εκτροπών που έχει καθιερώσει ο γαλλογερμανικός άξονας. Η «σύνοδος των 4» ανακοίνωσε συμφωνία για ένα σχέδιο χρηματοδότησης της ανάπτυξης στην Ε.Ε. με 130 δισ. ευρώ, με σκοπό να επικυρωθεί στη σύνοδο των 27. Αυτό προβλήθηκε ως μεγάλη παραχώρηση εκ μέρους της Μέρκελ. Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι η βασική έγνοια της Μέρκελ δεν είναι η ανάπτυξη των άλλων, αλλά κυρίως η γερμανική ανάπτυξη και η προσωπική της πολιτική επιβίωση. Λίγες μέρες πριν τη συμφωνία της Ρώμης, η Μέρκελ είχε εξασφαλίσει μια άλλη συμφωνία, με τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους να υπερψηφίζουν το δικής της έμπνευσης δημοσιονομικό σύμφωνο και την ενεργοποίηση του μόνιμου μηχανισμού διάσωσης ESM. Προϋπόθεση ήταν να αποδεσμευτούν πόροι για την ανάπτυξη και την απασχόληση στη Γερμανία. Πολύ πιο απαιτητικός στην επιβολή του όρου αυτού ήταν ο Βαυαρός πρωθυπουργός και επικεφαλής των Χριστιανοκοινωνιστών, αδελφού κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών στη Βαυαρία. Ο Χορστ Σίχοφερ, που κατέχει και την προεδρία στη γερμανική Άνω Βουλή, προειδοποίησε σαφώς ότι το δημοσιονομικό σύμφωνο και ο ESM δεν θα περάσουν από την Κάτω και Άνω Βουλή της Γερμανίας, αν δεν αυξηθεί μεταξύ άλλων ο προϋπολογισμός του υπουργείου Μεταφορών της χώρας κατά 1,5 δισ. ευρώ για έργα υποδομών, συμπεριλαμβανομένης μίας σιδηροδρομικής σήραγγας στο Μόναχο, πρωτεύουσα της Βαυαρίας. Λεπτομέρεια αυτού του κοινοβουλευτικού θρίλερ: οι ψηφοφορίες στα δύο σώματα ήταν προγραμματισμένες για την Παρασκευή 29 Ιουνίου, κατά σύμπτωση δεύτερη μέρα της συνόδου των 27, όπου επρόκειτο να εγκριθεί το ευρωπαϊκό πακέτο ανάπτυξης των 130 δισ. ευρώ.
Το προπατορικό αμάρτημα του ευρώ
Το συμπέρασμα μέχρι εδώ είναι πως η γερμανική στάση απέναντι στη συζητούμενη αναδιαμόρφωση της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής υπαγορεύεται όχι μόνο από κάποιου είδους καλβινιστική εμμονή στη δημοσιονομική πειθαρχία, αλλά και από εντελώς ιδιοτελείς, μικροκομματικές αγωνίες που σχετίζονται με την εκλογική δοκιμασία Μέρκελ και χριστιανοδημοκρατών το 2013. Σ’ αυτή τη μικροκομματική ιδιοτέλεια προστίθενται κι άλλες. Όπως τα ιδιαίτερα συμφέροντα των γερμανικών τραπεζών οι οποίες, όπως έχει αποκαλυφθεί, βγαίνουν κερδισμένες ή λιγότερο ζημιωμένες από τις «διασώσεις» χωρών ή τραπεζών. Εξ ου και η σθεναρή αντίσταση του κεντρικού τραπεζίτη της Γερμανίας Γενς Βάιτμαν στην πρόταση Μόντι για επαναγορά κρατικού χρέους από τα ευρωπαϊκά ταμεία διάσωσης (ESFS και ESM), τουλάχιστον για τα «καλά παιδιά» της Ευρωζώνης, τις χώρες που είναι συνεπείς στις «μεταρρυθμίσεις». Πού ακούστηκε, αντέδρασε σχεδόν έξαλλος ο Βάιτμαν… «Η πρόταση θα ισοδυναμούσε με τύπωμα χρήματος από τα πιεστήρια της ΕΚΤ, κάτι που απαγορεύεται από τις συνθήκες. Η νομισματική πολιτική πρέπει να κρατιέται μακριά από το να περιορίζει το κόστος χρηματοδότησης των μελών και από το να απενεργοποιεί τους μηχανισμούς της αγοράς», είπε αυστηρά ο Βάιτμαν. Απέφυγε φυσικά να διευκρινίσει αν στους «μηχανισμούς της αγοράς» περιλαμβάνονται οι γερμανικές τράπεζες σαν την Deutsche Bank, που τροφοδοτεί τις επιθέσεις των αγορών στα ομόλογα της Ευρωζώνης ξεφορτώνοντας μαζικά ό,τι σκάρτο διαθέτει. Το έκανε με την Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία, το ξανακάνει με την Ισπανία και την Ιταλία, αλλά μια ιδιότυπη ομερτά δεν επιτρέπει στους ευρωπαίους ηγέτες να θίγουν το θέμα. Το αποτέλεσμα είναι, κάθε πειραματισμός στον μετασχηματισμό της Ευρωζώνης να επαναλαμβάνει το προπατορικό της αμάρτημα: όπως η υιοθέτηση του ευρώ αποτέλεσε όχημα πανευρωπαϊκής χρηματοδότησης της γερμανικής ενοποίησης, έτσι και η αναμόρφωση των ιδρυτικών του συνθηκών δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί πριν αποσαφηνιστεί αν και με ποιο τρόπο θα εξυπηρετηθούν τα γερμανικά συμφέροντα.
Λογιστικά διλήμματα
Το δίλημμα της γερμανικής ηγεσίας είναι τελικά σχιζοειδές: θέλει να εκχωρηθούν στις Βρυξέλλες οι εθνικές κυριαρχίες των άλλων, αλλά η ίδια δεν μπορεί να εγγυηθεί το ίδιο για τη γερμανική κυριαρχία και τον ακοίμητο φρουρό της, το συνταγματικό της δικαστήριο.
Ο γερμανικός βηματισμός -μπρος πίσω- στο θέμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης έχει την εξήγησή του. Οι τολμηρότεροι αναλυτές εικάζουν ότι αν η γερμανική ελίτ είχε αποφασίσει ότι της είναι πιο συμφέρουσα μια διάλυση της Ευρωζώνης, θα είχε ήδη αποχωρήσει από το ευρώ. Αλλά, υπάρχουν ασάφειες και αβεβαιότητες για το τι θα κόστιζε αυτό στην ίδια τη Γερμανία. Σύμφωνα με ορισμένους υπολογισμούς μια διάλυση της Ευρωζώνης θα κόστιζε μόνο στη Γερμανία πάνω από 1,3 τρις. ευρώ σε βάθος πενταετίας, με κυριότερο πλήγμα τα περίφημα εμπορικά της πλεονάσματα, από τα οποία μπορεί να χάσει μέχρι 400 δισ. ευρώ. Αντιθέτως, το κόστος διάσωσης της Ευρωζώνης, ακόμη κι αν χρειαστεί να περιλάβει τους «ελέφαντες» Ισπανία και Ιταλία, στη χειρότερη περίπτωση θα φτάσει τα 600 δισ. ευρώ.
Σ’ αυτά τα λογιστικά διλήμματα η γερμανική ελίτ, προς το παρόν, απαντά ορθολογικά. Προφανώς και προτιμά το κόστος διάσωσης από αυτό της διάλυσης. Αλλά, αναζητεί ταυτόχρονα τρόπους να ελέγξει πολιτικά τη διαχείρισή του. Αυτό δηλώνει η επιμονή της Μέρκελ στην προτεραιότητα της «πολιτικής και δημοσιονομικής ένωσης», αυτό δηλώνει και η επιμονή Σόιμπλε στην ανάγκη να μεταβιβαστεί «περισσότερη εθνική κυριαρχία» από τα κράτη στις Βρυξέλλες, το ίδιο σημαίνει και η πρόταση για έναν Ευρωπαίο υπουργό Οικονομικών με δικαίωμα «βέτο» στους κρατικούς προϋπολογισμούς, αυτό σημαίνουν και οι προτάσεις για μετεξέλιξη της Κομισιόν σε «πραγματική κυβέρνηση της Ε.Ε., με ισχυροποίηση του Ευρωκοινοβουλίου και ανάδειξη του προέδρου της Ε.Ε. με εκλογές».
Ακούγεται πολύ δημοκρατικό, ε; Στην πραγματικότητα είναι ακριβώς το αντίθετο. Αν υλοποιηθεί κάτι τέτοιο σημαίνει, πολύ απλά, οριστική απομάκρυνση του κέντρου λήψης των αποφάσεων από την πολιτική επιρροή των εθνικών κοινοβουλίων και των κοινωνιών. Αυτό αποτελεί έναν πολύ βολικό για τα γερμανικά συμφέροντα «εκδημοκρατισμό» της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης. Αλλά σημαίνει, κυρίως, την αγωνιώδη προσπάθεια της γερμανικής ελίτ να αντισταθμίσει το οικονομικό κόστος διάσωσης της Ευρωζώνης με μια θηριώδη αύξηση της πολιτικής της επιρροής. Αυτό το αντιλαμβάνεται και ο Ολάντ, που έχει μεταθέσει το κέντρο βάρους των προτάσεών του στο τεχνικό, διαχειριστικό σκέλος (ευρωομόλογα, ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών κ.λπ.) και ανθίσταται χαλαρά στα περί δημοσιονομικής ένωσης σχέδια.
Τα όρια της Άνγκεκα Μέρκελ
Ωστόσο, η Μέρκελ -οφείλει να της το αναγνωρίσει κανείς- αυτή τη φορά ήταν πολύ ειλικρινής απέναντι στους εταίρους της όταν δήλωνε πως «η Γερμανία έχει όρια στο πόσο μπορεί να συμβάλει στη διάσωση του ευρώ». Και τα όρια αυτά είναι όχι κυρίως οικονομικά – λογιστικά, αλλά πρωτίστως πολιτικά και νομικά. Τα πολιτικά –οι ψηφοφορίες στα γερμανικά κοινοβούλια, οι εκλογές του 2013- είναι πασίγνωστα. Τα νομικά είναι πιο πολύπλοκα και σχετίζονται με τις αποφάσεις του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου που ήδη έχει προβάλει τις ισχυρές αντιρρήσεις του στην ελληνική διάσωση. Τι θα κάνει αν τεθεί προ ενός πολύ ευρύτερου σχεδίου διάσωσης που θα περιλαμβάνει την συζητούμενη «ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση» και την «πανευρωπαϊκή εγγύηση καταθέσεων» που προβάλλεται τώρα ως πανάκεια;
Προφανώς, η γερμανική ηγεσία γνωρίζει τον κίνδυνο να εμπλακεί σε έναν πολιτικό – νομικό φαύλο κύκλο και να πέσει θύμα της ίδιας της ρητορικής. Το πρόβλημα με την ελληνική διάσωση και τις μέχρι στιγμής αποφάσεις μέχρι και το PSI ήταν, υποτίθεται, να μην πέφτουν τα βάρη στους Γερμανούς –πρωτίστως- και λοιπούς Ευρωπαίους φορολογουμένους. Η συζητούμενη λύση της τραπεζικής ένωσης πολλαπλασιάζει την έκθεση των φορολογουμένων στο κόστος διάσωσης, συν το γεγονός ότι ενδεχόμενη πρόσκρουσή της στο γερμανικό σύνταγμα μπορεί να τροφοδοτήσει ένα πανευρωπαϊκό bank run. Το δίλημμα της γερμανικής ηγεσίας είναι τελικά σχιζοειδές: θέλει να εκχωρηθούν στις Βρυξέλλες οι εθνικές κυριαρχίες των άλλων, αλλά η ίδια δεν μπορεί να εγγυηθεί το ίδιο για τη γερμανική κυριαρχία και τον ακοίμητο φρουρό της, το συνταγματικό της δικαστήριο.
Από ΜΟΝΟ #11

Δεν υπάρχουν σχόλια: