Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

Ας μη φτύνουμε την ιστορία μας


ENA ΝΕΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ

Tης
Λουτσιάνα Καστελίνα


Ο Μόντι, από το Τόκιο, μας πληροφορεί ότι εκείνος είναι δημοφιλής, ενώ τα κόμματα δεν είναι. Είναι μόνο αντικείμενο περιφρόνησης. Ο Πιράνι (ΣτΜ γνωστός δημοσιογράφος και συγγραφέας), ο οποίος συνήθως είναι πολύ ορθός πολιτικά, γράφει πως το καλό του νέου μας πρωθυπουργού είναι ότι δεν επηρεάζεται από τις κοινοβουλευτικές διακυμάνσεις, από τη διαλεκτική των κομμάτων και από τις πιέσεις της κοινωνίας. (Θέλω να ελπίζω ότι αντιλαμβάνεται ποιο πράγμα θεωρητικοποίησε).
Η μετάφραση αυτής της έννοιας σε λαϊκό επίπεδο είναι αυτό που ακούμε να επαναλαμβάνεται όλο και περισσότερο: «Σε τι μου χρειάζεται η δημοκρατία; Κοστίζει πολύ. Γιατί να πληρώνω τόσα λεφτά για να πηγαίνει μια κλίκα να κουβεντιάζει τις υποθέσεις της στη βουλή;» Σε υψηλό επίπεδο, αντίθετα, στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και μεταξύ επιφανών μελετητών, λέγεται ότι μπήκαμε στον μετα-δημοκρατικό κοινοβουλευτισμό, ότι τα προβλήματα είναι πλέον πάρα πολύ περίπλοκα για να τα αφήνουμε σε ανίκανους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς. Θυμίζω αυτά τα πράγματα για να προειδοποιήσω πως, όταν αρχίζουμε να καταγγέλλουμε την πολιτική τάξη και, χωρίς διαχωρισμούς, τα κόμματα ως τέτοιους οργανισμούς, πρέπει να είμαστε λίγο προσεκτικοί.
Η επίθεση ενάντια στη δημοκρατία δεν προέρχεται πια από νεοφασιστικές συμμορίες, που είναι πιο πολύ φολκλόρ, αλλά από μια πιο εκλεπτυσμένη απειλή: από την παραπειστική χρήση -που γίνεται πλέον ανοιχτά- της αντικειμενικής δυσαρέσκειας, της απόστασης που δημιουργήθηκε μεταξύ κοινωνίας των πολιτών και πολιτικών θεσμών. Σ’ αυτό ασυναίσθητα συμβάλλει και ο νεο-αναρχισμός που διατρέχει τα κινήματα.

Nέο πολιτικό υποκείμενο,
αλλά ποιο;


Συμφωνώ λοιπόν με τη «Διακήρυξη για το νέο πολιτικό υποκείμενο», που δημοσιεύτηκε στις 29 Μαρτίου σ’ αυτή την εφημερίδα [το «Μανιφέστο»] (και υπογράφτηκε από πολλούς φίλους μου που εκτιμώ βαθύτατα) όταν λέει ότι για να σωθεί η δημοκρατία πρέπει να εμπλουτισθεί και να βρεθούν νέες μορφές συμμετοχής και με άμεση δημοκρατία. Όμως, ομολογώ ότι ανησυχώ πολύ για το είδος του νέου πολιτικού υποκειμένου που κάποιοι εύχονται να γεννηθεί σε αντικατάσταση της κομματικής μορφής του εικοστού αιώνα.
Βέβαια, είναι αλήθεια, και τα κόμματα της αριστεράς ή της υποτιθέμενης αριστεράς, είναι χείριστα. Ακόμη και τα πιο πρόσφατα. Θα έπρεπε να τα ξαναφτιάξουμε από την αρχή και φυσικά αυτή δεν είναι μια επιχείρηση που γίνεται επί χάρτου: τα καλά κόμματα γεννιούνται πάντοτε από ένα πραγματικό κίνημα. Μπορεί όμως να ωφελήσει σ’ αυτό το σκοπό το νέο υποκείμενο που περιγράψαμε;

Γιατί θεωρούνται
περιττά τα κόμματα


Πρώτα απ’ όλα δεν μπορούμε να βάλουμε σε παρένθεση το γεγονός ότι τα κόμματα έγιναν έτσι, επειδή οι εθνικοί αντιπροσωπευτικοί θεσμοί εντός των οποίων κλήθηκαν να κάνουν τη φωνή τους ν’ ακουστεί, έχασαν εδώ και καιρό την εξουσία να αποφασίζουν, η οποία εκτός των άλλων δεν μεταβιβάστηκε καν σε άλλα επίπεδα, αλλά απλά αναλήφθηκε, extra legem, απ’ αυτούς που συνάπτουν ιδιωτικές συμφωνίες στην παγκόσμια αγορά. Τα τελευταία χρόνια ιδιωτικοποιήθηκαν όχι μόνο οι γαλακτοβιομηχανίες ή οι συγκοινωνίες, αλλά και η λαϊκή κυριαρχία, η εξουσία για λήψη αποφάσεων.
Η κρίση των κομμάτων εξαρτάται επομένως και από τη σημαντική απώλεια επιρροής που υπέστησαν εξαιτίας αυτής της απώλειας εξουσίας στους αντιπροσωπευτικούς φορείς σε όλα τα επίπεδα, ακόμη και στους δήμους. Γι’ αυτό ο κόσμος αισθάνεται ότι είναι περιττά. Κανένα πολιτικό υποκείμενο δεν μπορεί να φαντάζεται ότι είναι αποτελεσματικό, αν υπεκφεύγει απ’ αυτό το πρόβλημα, νομίζοντας ότι μπορεί να περιοριστεί να παράγει λίγη τοπική συμμετοχή. Εκτός και εάν εφεύρουμε εκ νέου την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπου αφήνονταν στα χαλιφάτα κάποιες τοπικές εξουσίες, ενώ η Κωνσταντινούπολη κρατούσε γερά στα χέρια της κάθε γενική και αποφασιστική επιλογή. Η ιδέα ότι το σύστημα μπορεί να αλλάξει μόνο από τα κάτω, από ένα οριζόντιο δίκτυο το οποίο αποσύρει την προσοχή του από το πρόβλημα της κεντρικής εξουσίας, χωρίς να την αρνείται, και θεωρεί ότι αρκεί μια κατακερματισμένη πίεση από τα κάτω για να την αλλάξει, πιστεύω ότι δεν πάει μακριά.

Η λειτουργία
του πολιτικού υποκειμένου


Ούτε ένα συλλογικό σχέδιο καθορίζεται, χωρίς να έχει αυγατίσει τις κοινές γνώσεις και την κοινή κουλτούρα, που δεν είναι το άθροισμα των απόψεων του καθενός, που πιθανά έχουν κάποιοι συλλέξει στο διαδίκτυο όπως κάνει η τηλεόραση με την ακροαματικότητα, ώστε να βγαίνουν στο τέλος, ως επιλογές της πλειονότητας, οι τηλενουβέλες. Αυτή η αγιοποίηση της κοινής γνώμης, στο όνομα της οποίας η πλειοψηφία έχει σε κάθε περίπτωση δίκιο, είναι το χειρότερο προϊόν του ίντερνετ: η σωστή επιλογή είναι το αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης και επίπονης αντιπαράθεσης, πόσο μάλλον όταν υπάρχουν κινήματα που δεν είναι πλέον κοινωνικά ομοιογενή, όπως ήταν το εργατικό, αλλά πλημμυρισμένα από αποδομημένες και αντιφατικές μορφές που έχουν παραχθεί από τον καπιταλισμό σε κρίση.
Η λειτουργία ενός πολιτικού υποκειμένου είναι να οικοδομεί νόημα, όχι να συλλέγει τη διαμεσολάβηση της συναίνεσης, με χειρότερο τρόπο απ’ ό,τι από ένα συγκεχυμένο μουρμουρητό. Εκτός και αν αρκείται στο να διατηρήσει το υπάρχον, αντί να το αλλάξει.

Η δημοκρατική εκλογή οργάνων

Ας έρθουμε τώρα στην πρόταση να καταργηθεί η κεντρική ηγεσία και να αντικατασταθεί από «προσωρινά και κινητά συντονιστικά». Να έχετε υπόψη σας ότι ο χειρότερος ηγετισμός παράγεται στην ουσία, όταν δεν καθορίζονται συγκεκριμένοι κανόνες για μια συλλογική επιλογή των ηγετικών στελεχών. Δεν σας λένε τίποτα οι ηγετίσκοι του ‘68, κυρίαρχοι των συνελεύσεων, καταπιεστές των πιο αδύναμων, ή απλά των λιγότερο αλαζόνων; Ή το Ριζοσπαστικό Κόμμα το οποίο, χάρη στην απόλυτα άτυπη μορφή του, άφησε στο προσκήνιο για 50 χρόνια τον Μάρκο Πανέλα (που δεν τον λένε Νάρκισσο, αλλά –για φαντάσου- στο ληξιαρχείο είναι εγγεγραμμένος ως Υάκινθος);
Μια εξατομικευμένη μάζα είναι εύκολο να τη χειριστεί κανείς. Γι’ αυτό χρειάζονται μόνιμες έδρες όπου να μπορούν να συγκεντρωθούν σύνδεσμοι σε συνολικό επίπεδο, για να μην κλειστούμε στον τοπικισμό (γι’ αυτό είναι αντιδραστική η ιδέα της αφαίρεσης χρηματοδότησης από τα κόμματα, ή το να θεωρείται αθέμιτο να ταξιδεύει ένας βουλευτής έξω από την εκλογική του περιφέρεια). Η βάση μπορεί να ασκήσει εξουσία μόνο αν υπάρχει μια οργάνωση, διαφορετικά το πολύ-πολύ να πει ναι ή όχι σε ένα δημοψήφισμα. Το να επιλέξουμε δημοκρατικά μια ηγεσία είναι δύσκολο αλλά αναγκαίο, αν θέλουμε να παγιώσουμε μια πολιτική οργάνωση και να μην την εγκαταλείψουμε στις χαρακτηριστικές διακυμάνσεις των αυθόρμητων κινημάτων.

Η πολιτική είναι απαραίτητη
για το προλεταριάτο


Τέλος, φθάνει να συμμετέχουμε στις επιλογές, να ορίσουμε τι είναι κοινό αγαθό, ή είναι χρήσιμο να κατακτήσουμε και τη μόνιμη διαχείρισή τους; Το ένδοξο δημοψήφισμα για το νερό μήπως κινδυνεύει να χαντακωθεί ακριβώς στο πεδίο της εφαρμογής του; Μήπως λοιπόν χρειάζεται να οικοδομηθούν οργανισμοί που να αφαιρέσουν εξουσίες από το κράτος και να προβλέψουν τη βαθμιαία εξαφάνισή του, ικανοί να εκπληρώσουν τις λειτουργίες του με τρόπο που θα αποφεύγει τον κίνδυνο του γραφειοκρατικού διαχωρισμού, της αυθαίρετης εξουσίας, της κάστας;
Ο Γκράμσι, ο οποίος πάντα θύμιζε ότι η πολιτική είναι περισσότερο απαραίτητη για το προλεταριάτο παρά για την αστική τάξη, έχοντας γνώση των εκφυλισμών της, είχε υποθέσει τη δημιουργία συμβουλίων που να είναι σε θέση να παίξουν αυτόν το ρόλο. Στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 τα εργατικά συμβούλια, και στη συνέχεια τα συμβούλια περιοχής, είχαν πλησιάσει αυτή την πρόταση. Δε νομίζετε ότι πρόκειται για μια πλουσιότερη προοπτική από το να πολλαπλασιάζουμε αόριστες και μη σταθερές μορφές συλλογής συναίνεσης;

Από τον 20ό στον 21ο αιώνα

Καλώς να έρθουν νέες μορφές συμμετοχής, λοιπόν, μα πάνω απ’ όλα διαφυλάσσοντας ως κόρη οφθαλμού τις εμπειρίες του εικοστού αιώνα που δεν είναι για πέταμα, όπως λέει το Manifesto: όταν το PCI, με όλα τα ελαττώματά του, είχε πάνω από δύο εκατομμύρια μέλη και μια διακλαδωμένη οργάνωση ριζωμένη τοπικά, αλλά και ισχυρή ως υποκείμενο, χάρη στο γεγονός ότι ανήκε σε ένα μεγάλο διεθνές κίνημα που είχε νικήσει το φασισμό, σας βεβαιώ ότι επιτύχαμε τον υψηλότερο βαθμό δημοκρατίας που γνώρισε η χώρα μας. Εκείνη η εμπειρία δεν μπορεί να επαναληφθεί και είχε τα όριά της, σας παρακαλώ όμως, μη τη φτύνετε!
Μου αρέσει ακόμη η επίκληση του Μάο Τσε Τουνγκ, που τόσο μας γοήτευσε το ‘68, όταν είπε ότι έπρεπε να βομβαρδίσουμε το ανώτατο αρχηγείο. Γιατί τα κόμματα γίνονται γραφειοκρατικά και διαιρούν και πρέπει τα κινήματα και η κοινωνία να τα πιέζουν διαρκώς. Όμως ο Μάο πρόσθετε ότι έπρεπε να καταστραφούν για να επανιδρυθούν, όχι για να καταργηθούν. Στην Κίνα δεν τα κατάφεραν, δε διστάζω να πω ότι στην Ιταλία πρέπει να το προσπαθήσουμε.

Μετάφραση από το «Μανιφέστο»:
Τόνια Τσίτσοβιτς

Αναδημοσίευση από την Εποχή  8-4-12.

Δεν υπάρχουν σχόλια: